ароматъ — АРОМАТ|Ъ (11), А с. ἄρωμα, ατος 1.Ароматическое вещество, благовоние: паче вина и вонѣ муръ твоихъ паче всѣхъ ѡроматъ. муро изли˫ано им˫а твоѥ. СбТр ХII/ХIII, 108; все же оубо бл҃гооуханиѥ и паче ѡ(т) Индиискы(х) арамафъ, рекше бл҃гыхъ вонь (διὰ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
IRISCEPTUM — apud eund. l. 24. c. 13. ubi de aspalathi cognominibus, quem alii Iriscepton, alii diatheon, Syri diaxyron vocant: est ex Graeco Ι᾿ρήσκηπτον. Sic autem dicebantur loca et frutices, quibus Iris innitibatur atque incumbebat, unde odoratiora illa… … Hofmann J. Lexicon universale
MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… … Hofmann J. Lexicon universale
ιάκχα — ἰάκχα, ἡ (Α) [Ίακχος] στεφάνι με ευώδη άνθη («ἰάκχαν τινὰ καλούμενον οἶδα στέφανον ὑπὸ Σικυωνίων», Αθήν.) … Dictionary of Greek
μυραλοιφία — μυραλοιφία, ἡ (ΑΜ) [μυραλοιφώ] επάλειψη με ευώδη έλαια, με μύρα … Dictionary of Greek
μυρεψώ — μυρεψῶ, έω (ΑΜ) [μυρεψός] παρασκευάζω μύρα, ασκώ το επάγγελμα τού μυρεψού, είμαι μυρεψός αρχ. (και μτφ.) παρασκευάζω κάτι σαν μύρο («τὸν καθαρὸν καὶ εὐώδη μυρεψιῶ βίον», Γρηγ. Νύσσ. β. «τὴν διὰ τῶν ἀρετῶν μυρεψουμένην ευωδίαν», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
μυροστάφυλος — μυροστάφυλος, ον (Μ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυροστάφυλον άμπελος από την οποία παράγονται ευώδη σταφύλια, μοσχοστάφυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + σταφυλος (< σταφυλή)] … Dictionary of Greek
μυρόπνους — και μυρίπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που πνέει ευώδη μύρα, που μυρίζει, που ευωδιάζει («μυρίπνοα άνθη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πνόος / πνοῦς (πρβλ. ροδό πνους)] … Dictionary of Greek
μυρόροδον — μυρόροδον, τὸ (Α) δέντρο τής Ινδικής Χερσονήσου ψηλό σαν κέδρος ή κυπαρίσσι, που εκκρίνει ευώδη ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ρόδον] … Dictionary of Greek
πολυορίγανον — τὸ, Μ ξυλώδης θάμνος με ευώδη άνθη και φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀρίγανον «ρίγανη»] … Dictionary of Greek